- δυσερμήνευτα
- δυσερμήνευτοςhard to interpretneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
παρώας — ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α (για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται … Dictionary of Greek
ταώς — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Ο αστερισμός αυτός, όπως όλοι του ημισφαιρίου αυτού, ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Πρωτοαναφέρθηκε το 1603. Από τους αστέρες του ο σπουδαιότερος είναι ο ομώνυμος, που έχει δεύτερο περίπου … Dictionary of Greek
τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek